- ντουντούκα
- η, και ντουντούκι, το1. φλογέρα2. μετάλλινος κωνικός σωλήνας με τον οποίο ενισχύεται η φωνή αυτού που μιλάει, ώστε να μπορεί να ακουστεί σε μεγάλη απόσταση, τηλεβόας3. σειρήνα4. φρ. «βγάζω ντουντούκα» — διατυμπανίζω μυστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duduk «φλογέρα»].
Dictionary of Greek. 2013.